- κάραβοι
- κ̱άραβοι , κάραβοςhornedmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιπέτεια — η, ΝΑ [περιπετής] 1. απροσδόκητο και παράδοξο συμβάν που ενέχει κινδύνους και συνεπάγεται συγκινήσεις ή ταλαιπωρίες 2. (στο αρχαίο ελληνικό δράμα) αιφνίδια αναστροφή τών περιστάσεων, γύρω από την οποία περιστρέφεται πλέον η πλοκή, όπως λ.χ. η… … Dictionary of Greek